Ιερουσαλήμ ή Ιεροσόλυμα

Ιερουσαλήμ ή Ιεροσόλυμα
(εβρ. Yerushalayim, αραβ. Al Quds). Πόλη (622.091 κάτ. το 1997) του Ισραήλ. Βρίσκεται στο κεντρικό υψίπεδο της ιστορικής και γεωγραφικής περιοχής της Παλαιστίνης, στην ιστορική περιοχή της Ιουδαίας και σε υψόμετρο που ποικίλλει από περίπου 720 μ. έως 800 μ., κοντά στον υδροκρίτη μεταξύ Μεσογείου και Νεκράς θάλασσας. Είναι χτισμένη σε ένα εξαιρετικό σημείο ως προς την άμυνά της, γιατί περικλείεται από κοιλάδες (μεταξύ των οποίων και η κοιλάδα των Κέδρων) στις τρεις πλευρές της. Η προέλευση της ονομασίας Ι., που σημαίνει ιδρυθείσα υπό του Σαλήμ (σημιτικού θεού), μαρτυρά ότι η πόλη συνιστούσε σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο από την εποχή των πατριαρχών. Ο σύγχρονος αστικός πυρήνας αποτελείται από δύο τμήματα. Το παλιό κέντρο είναι αρκετά γραφικό· περιβάλλεται από τείχος και περιλαμβάνει στα Β τη μουσουλμανική συνοικία, στα Δ τη χριστιανική και στα ΝΔ την αρμενική και την εβραϊκή. Το καινούργιο κέντρο αναπτύχθηκε έξω από τα τείχη. Στις σύγχρονες συνοικίες, Δ και Ν της παλιάς Ι., επικρατεί η ευρωπαϊκού τύπου πολεοδομία και συγκεντρώνονται όλες οι διοικητικές υπηρεσίες της πόλης. Τα κατάλοιπα της χαναανικής και εβραϊκής περιόδου περιορίζονται σε ένα μεγάλο σύμπλεγμα υπόγειων διωρύγων, δεξαμενών και υπόγειων τάφων. Από την ελληνορωμαϊκή περίοδο διατηρούνται τα επιτύμβια μνημεία της κοιλάδας των Κέδρων και διάφοροι τάφοι. Τα σημεία, όμως, με το μεγαλύτερο καλλιτεχνικό και ιστορικό ενδιαφέρον είναι αυτά που συμβολίζουν τη βυζαντινή και την ισλαμική περίοδο κατοχής της πόλης. Στα βυζαντινά μνημεία περιλαμβάνονται η βασιλική του Πανάγιου Τάφου (ανοικοδομήθηκε από τους Σταυροφόρους, οι οποίοι ένωσαν σε ένα οικοδόμημα τα τρία προϋπάρχοντα μνημεία της εποχής του Κωνσταντίνου), τα θεμέλια της βασιλικής του Ελαιώνα στο όρος των Ελαιών, ο Μυστικός Δείπνος (14ος αι.), που μετατράπηκε σε τζαμί, ο ναός της Αγίας Άννας της εποχής των Σταυροφόρων και ο τρίκογχος ναός του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Μεταξύ των ισλαμικών μνημείων ιδιαίτερα αξιόλογο είναι το τέμενος του Oμάρ (η ανέγερση του οποίου ξεκίνησε το 691), που περιλαμβάνει έναν βράχο ιερό για τους μουσουλμάνους, επειδή, κατά την παράδοση, με αυτόν εκσφενδονίστηκε στον ουρανό ο Μωάμεθ· μαζί με άλλες κατασκευές αποτελεί τον ιερό περίβολο των μουσουλμάνων (αλ-Xάραμ ας-Σαρίφ). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης το τζαμί του αλ-Aκσά –που υπέστη μερική βλάβη από εμπρησμό το 1969– στο αλ-Xάραμ και η Πύλη της Δαμασκού (1536). Η πόλη είναι το μεγαλύτερο πολιτιστικό και πνευματικό κέντρο της χώρας. Διαθέτει πανεπιστήμιο, εθνική βιβλιοθήκη και διάφορα μουσεία. Αποτελεί επίσης έδρα βιομηχανιών μηχανουργίας, χημικών και φαρμακευτικών προϊόντων, ειδών διατροφής, ένδυσης και καπνού. Από την Ι. περνά η σιδηροδρομική γραμμή με αφετηρία το Tελ Aβίβ και τη Λύδα (Λοντ). Ιστορία. Η αγία πόλη των Εβραίων ιδρύθηκε σε μια τοποθεσία όπου η ανθρώπινη παρουσία διαπιστώνεται από την 3η χιλιετία π.Χ. Η Ι., που ήταν κατοικημένη από τις αρχές της ιστορικής εποχής (αναφέρεται σε αιγυπτιακά κείμενα του 19ου αι. π.Χ.), έγινε τον 14ο αι. π.Χ. πρωτεύουσα ενός βασιλείου που ήταν υποτελές στην Αίγυπτο. Αποτέλεσε κτήση των Iεβουσαίων τον 10ο αι. π.Χ., ενώ κατελήφθη γύρω στο 1000 π.Χ. από τον Δαβίδ, ο οποίος την έκανε πρωτεύουσα του βασιλείου του. Ο Σολομώντας κατασκεύασε εκεί τον Ναό και το βασιλικό ανάκτορο. Τα αρχαιολογικά λείψανα της παλαιότερης περιόδου είναι σπάνια: ερείπια τειχών με πύργους και ένας διώροφος τάφος σκαμμένος στον βράχο, που αποδίδεται από ορισμένους στον Δαβίδ. Μετά τη διαίρεση της μοναρχίας σε δύο πολιτικές ενότητες (922 π.Χ.) παρέμεινε πρωτεύουσα του βασιλείου του Ιούδα και γνώρισε εναλλασσόμενες φάσεις, μέχρις ότου κυριεύθηκε από τον Nαβουχοδονόσορ, ο οποίος κατέστρεψε τον ναό (586 π.Χ.), γκρέμισε τα τείχη και εκτόπισε τον πληθυσμό στη Βαβυλώνα. Μετά την κατάληψη της Βαβυλώνας από τους Πέρσες, ο Κύρος επέτρεψε (538 π.Χ.) στους Ισραηλίτες να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και να ανοικοδομήσουν έναν καινούργιο ναό (που αποπερατώθηκε το 517 π.Χ.). Από την εποχή του δεύτερου Ναού χρονολογείται το ταφικό συγκρότημα Τάφος των Βασιλέων, που αποτελείται από μία σειρά βαθμίδων σκαμμένων στον βράχο, μία αυλή, έναν προθάλαμο και τον κυρίως τάφο. Το 331 π.Χ. η πόλη κατελήφθη από τον Μέγα Αλέξανδρο και περιήλθε ύστερα στην κατοχή των Πτολεμαίων της Αιγύπτου (έως το 198 π.Χ.), των Σελευκιδών της Συρίας και των Aσαμωναίων. Το 64 π.Χ. κυριεύθηκε από τους Ρωμαίους, που διόρισαν κυβερνήτη της πόλης τον Aντίπατρο τον Iδουμαίο· ο γιος του, Ηρώδης ο Μέγας, κόσμησε την πόλη με σημαντικά έργα, ανοικοδομώντας την σύμφωνα με την ελληνορωμαϊκή πολεοδομία. Οι περιπέτειες της πόλης έφτασαν στο αποκορύφωμά τους με την καταστροφή της από τον Τίτο (70 μ.Χ.) ως αντίποινα σε εξέγερση των Εβραίων, ενώ το 132 μ.Χ. κατεστάλη άλλη μία εξέγερση. Η Ι. ανοικοδομήθηκε από τον αυτοκράτορα Αδριανό, ο οποίος την ονόμασε Aιλία Kαπιτωλίνα (Aelia Capitolina). Τα σπουδαιότερα λείψανα της ρωμαϊκής Ι. είναι τα ερείπια της αψίδας του θριάμβου, που είναι γνωστή ως Ecce Homo (Ίδε ο άνθρωπος). Όταν ο χριστιανισμός επικράτησε στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ο Μέγας Κωνσταντίνος με τη μητέρα του Ελένη έχτισαν τον ναό της Ανάστασης στον τόπο της Σταύρωσης. Ακολούθησε η ανέγερση άλλων χριστιανικών ναών και οι Άγιοι Τόποι έγιναν κέντρο λατρείας. Το 637 μ.Χ. η πόλη κατελήφθη από τους μουσουλμάνους. Κυριεύθηκε από τους Σταυροφόρους το 1099 και έως το 1187 υπήρξε πρωτεύουσα του λατινικού βασιλείου της Ι. Γνώρισε αξιοσημείωτη ευημερία υπό την κυριαρχία των Mαμελούκων, αλλά παρήκμασε αισθητά όταν κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς, κατοχή που διήρκεσε (αν εξαιρεθεί η αιγυπτιακή παρένθεση του 1831-40) από το 1516 έως το 1917, όταν η Ι. κατελήφθη από τους Συμμάχους της Αντάντ. Από το 1922 έως το 1948, στη διάρκεια της Βρετανικής Εντολής, η Ι. υπήρξε πρωτεύουσα της Παλαιστίνης. Το 1948 η πόλη διαιρέθηκε μεταξύ της Ιορδανίας, που κατέλαβε το ανατολικό τμήμα της, και του Ισραήλ, που εξασφάλισε το δυτικό τμήμα και το όρισε πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Ισραήλ το 1950. Η διαίρεση της πόλης σε δύο ζώνες ολοκληρώθηκε το 1949, μετά την υπογραφή της ανακωχής που έθεσε τέρμα στον Αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1948. Το Ισραήλ έλεγχε τη νέα πόλη, που είχε και τη μεγαλύτερη έκταση, ήταν η πιο πυκνοκατοικημένη, η σημαντικότερη από οικονομική άποψη και περιλάμβανε συνοικίες που είχαν χτιστεί κατά το μεγαλύτερο μέρος πρόσφατα. Στην Ιορδανία περιήλθε, εκτός από ένα σύγχρονο τμήμα έξω από τα τείχη, η λεγόμενη αμερικανική συνοικία, η παλιά πόλη με τα στενά σοκάκια της, που περιβάλλεται ακόμα από το τείχος του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή (16ος αι.). Η είσοδος σε αυτήν πραγματοποιείται μέσα από οκτώ πύλες: των Λεόντων, του Ηρώδη, της Δαμασκού, του Ελέους, των Μαυριτανών, της Ιόππης, της Σιών ή του Δαβίδ και της Νέας. Μετά τον πόλεμο του 1967, οι Ισραηλινοί ένωσαν την πόλη με την προσάρτηση του ιορδανικού τμήματος (Ελ Kουδς) και το 1980 την ανακήρυξαν πρωτεύουσα του κράτους, πράξη όμως που δεν αναγνώρισε ο ΟΗΕ. Ωστόσο, η Ι. συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από τις διαφορές μεταξύ των Εβραίων κατοίκων της και των Παλαιστινίων, οι οποίοι διεκδικούν το ανατολικό τμήμα της πόλης, το οποίο προορίζουν για πρωτεύουσα του μελλοντικού τους κράτους. Στη δεκαετία του 1990, παρά την ειρηνευτική προσπάθεια που επιχειρήθηκε το 1993, οι διαφορές αυτές πήραν τη μορφή ένοπλων συγκρούσεων (Σεπτέμβριος 1996, Οκτώβριος 2000), με δεκάδες ανθρώπινα θύματα. Βασίλειο της Ι. Βασίλειο που ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 1099, όταν οι αρχηγοί της Α’ Σταυροφορίας εμπιστεύθηκαν την πόλη (που μόλις είχε απελευθερωθεί) στον Γοδεφρείδο ντε Μπουγιόν. Όμως, ο τελευταίος δεν πήρε τον τίτλο του βασιλιά, αλλά του Υπερασπιστή του Παναγίου Τάφου. Πρώτος πραγματικός βασιλιάς και οργανωτής του βασιλείου υπήρξε ο αδελφός του, Βαλδουίνος Α’ της Βουλόνης (1100-18). Με τη βοήθεια των στόλων της Γένοβας, της Πίζα και της Βενετίας ο Βαλδουίνος Α’ κατέκτησε όλη τη συριακή παραλία και απομόνωσε τους Τούρκους της Συρίας από τους Τούρκους της Αιγύπτου. Έφερε στην πόλη κατοίκους από τις υποταγμένες ακόμα στους μουσουλμάνους χριστιανικές χώρες και επέβαλε κάποια πειθαρχία στους διάφορους φεουδάρχες. Οι διάδοχοί του, Βαλδουίνος Β’ και Βαλδουίνος Γ’ της Ανδηγαυίας, υπεράσπισαν με δυσκολία την πόλη κατά την αντεπίθεση των μουσουλμάνων με αρχηγούς τους Ζένγκι και Νουραντ-Ντιν, η οποία είχε σκοπό την επανένωση της Συρίας. Η πτώση της Έδεσσας (1146) προκάλεσε την Γ’ Σταυροφορία, η οποία όμως δεν είχε θετικά αποτελέσματα. Η επιχείρηση του Αμαλάριχου Α’ της Ανδηγαυίας (1162-74) για την κατάκτηση της Αιγύπτου ναυάγησε, γιατί ο Σαλαδίνος, κάτοχος της Συρίας και της Αιγύπτου, επωφελήθηκε από την αδυναμία των διαδόχων βασιλέων, καταλαμβάνοντας όλο το βασίλειο στα χρόνια της βασιλείας του Γουιδόν Λουζινιάν (1186-92) και εισβάλλοντας στην Ι. το 1187. Από τότε, το βασίλειο επέζησε περισσότερο τυπικά παρά πραγματικά, γιατί είχε περιοριστεί μόνο στην Άκρα. Βασιλείς υπήρξαν διαδοχικά οι: Κονράδος ο Μομφερατικός, Ερρίκος της Καμπανίας, Αμαλάριχος ντε Λουζινιάν, Μαρία η Μομφερατική και ο σύζυγός της Ιωάννης ντε Μπριέν (που ηγήθηκε μιας λαμπρής αλλά μάταιης εκστρατείας στην Αίγυπτο κατά την Ε’ Σταυροφορία το 1221). Αξιόλογος ηγεμόνας ήταν και ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β’ της Σουηδίας (ανέλαβε ύστερα από τον γάμο του με την Ισαβέλλα ντε Μπριέν) που πέτυχε με διαπραγματεύσεις ένα είδος χριστιανο-μουσουλμανικής συγκυριαρχίας στην Αγία Πόλη (1229). Το 1244 η Ι. λεηλατήθηκε από τους Τούρκους, τους οποίους μάταια προσπάθησε vα αντιμετωπίσει κατά τα επόμενα χρόνια ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Θ’, ο Άγιος. Η πόλη της Ι. κατελήφθη από τους Μαμελούκους το 1247 και έμεινε υποτελής μέχρι το 1517. Κατά τα τέλη του 13ου αι. στο βασίλειο της Ι., όπως και στο σύνολο της περιοχής των Αγίων Τόπων που βρισκόταν ακόμα σε χριστιανικά χέρια (στους τελευταίους Λουζινιάν, που κατείχαν επίσης και την Κύπρο), επικράτησε αναρχία. Οι Τούρκοι κατέλαβαν την Αντιόχεια (1268), την Τρίπολη (1284) και την Άκρα, την οποία υπερασπίστηκαν οι Ιωαννίτες ιππότες. Οι Λουζινιάν περιορίστηκαν στην Κύπρο, έως ότου η βασίλισσα της Κύπρου Αικατερίνη Κορνάρου εξαναγκάστηκε να παραιτηθεί και να αφήσει τη μεγαλόνησο στους Ενετούς (1489). Άποψη του εσωτερικού του ιερού ναού της Αναστάσεως, στην Ιερουσαλήμ (φωτ. ΑΠΕ). Το «τείχος των δακρύων» στην παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ (φωτ. ΑΠΕ). Το τέμενος του Ομάρ με τον ιερό βράχο των μουσουλμάνων (φωτ. ΑΠΕ). Άποψη της παλιάς πόλης της Ιερουσαλήμ, ενώ στο βάθος διακρίνεται τμήμα της νέας πόλης (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ιεροσόλυμα — Ιεροσόλυμα, τα και Ιερουσαλήμ, η πόλη της Παλαιστίνης και σήμερα του Ισραήλ, ιερή για τους Χριστιανούς, τους Εβραίους και τους Μουσουλμάνους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιεροσόλυμα — Βλ. λ. Ιερουσαλήμ. * * * τα και Ιερουσαλήμ, ἡ (ΑΜ Ἱεροσόλυμα και Ἱερουσαλήμ) η πόλη Ιερουσαλήμ, «ἡ μητρόπολις τῆς Ἰουδαίας, ἣ Σόλυμα ἐκαλεῑτο ἀπὸ τῶν Σολύμων ὀρῶν», κατά τον Στέφ. Βυζ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Ἱερουσαλήμ (< εβρ. Jěrūshālaim («δημιουργία… …   Dictionary of Greek

  • Ιερουσαλήμ — η βλ. Ιεροσόλυμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ανανίας — I Όνομα διαφόρων ιερωμένων και θεολόγων. 1. Αρχιεπίσκοπος Σιναίου (1661 70). Κατέφυγε στον πάπα της Ρώμης, όταν δεν κατάφερε να ανεξαρτητοποιηθεί από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων στον οποίο υπαγόταν. Καθαιρέθηκε για τον λόγο αυτό το 1670. 2. Α. Α’.… …   Dictionary of Greek

  • Ιεροσολύμων, Πατριαρχείο — Πατριαρχείο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, με έδρα τα Ιεροσόλυμα (Ιερουσαλήμ). Ως μητέρατων Εκκλησιών, η Ιερουσαλήμ ήταν δεδομένο εξαρχής ότι θα έπαιζε σημαντικότατο ρόλο στην ανάπτυξη και στην οργάνωση της χριστιανικής Εκκλησίας στο σύνολό της.… …   Dictionary of Greek

  • Κόνραντ — I (Conrad, Τουλούζ 925 – 993). Βασιλιάς της Βουργουνδίας (937 995), γνωστός ως Κ. ο Ειρηνικός. Ανήλθε στον θρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα του, Ροδόλφου Β’. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, καταδιώχθηκαν οι ομάδες των Σαρακηνών και των… …   Dictionary of Greek

  • λάζαρος — I (; – 1368). Πατριάρχης Ιεροσολύμων (1334 68). Διαδέχθηκε τον Αθανάσιο Γ’ και αγωνίστηκε μαζί με την Αγιοταφική Αδελφότητα για τη διατήρηση της ελληνικής κυριότητας στα προσκυνήματα της Ιερουσαλήμ. Την περίοδο της πατριαρχίας του εγκαταστάθηκαν… …   Dictionary of Greek

  • Γεράσιμος — I (Τρίκαλα, Κορινθία 1509 – Κεφαλονιά 1579). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, πολιούχος της Κεφαλονιάς. Καταγόταν από την παλιά βυζαντινή οικογένεια των Νοταράδων. Πολύ νέος ακόμα πήγε στη Ζάκυνθο, για να συμπληρώσει ίσως τις σπουδές του.… …   Dictionary of Greek

  • Ελαιών, όρος — Βουνό που αναφέρεται πολλές φορές στα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Βρίσκεται κοντά στα Ιεροσόλυμα, από τα οποία χωρίζεται με την κοιλάδα του Ιωσαφάτ, στην οποία ρέει ο χείμαρρος των Κέδρων. Στα αρχαία χρόνια η τοποθεσία ήταν γεμάτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”